- ἄνατος
- ἄνᾱτος , ἄνατοςunharmedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνατος — ἄνατος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, ζημιά 2. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + άτη < αάω «βλάπτω». ΠΑΡ. ανατεί κ. ανατί] … Dictionary of Greek
ἄνατον — ἄνᾱτον , ἄνατος unharmed masc/fem acc sg ἄνᾱτον , ἄνατος unharmed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Anatidae — Anatidae … Wikipedia Español
αάω — ἀάω και συνηρ. ἄω (Α) 1. βλάπτω (τον νου), παραπλανώ, εξαπατώ, ξεμυαλίζω 2. μέσ. είμαι ανόητος, ενεργώ απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀFάω, άγνωστ. ετυμ. ΠΑΡ. ἄτη. ΣΥΝΘ. ἀεσίφρων, ἄνατος] … Dictionary of Greek
ανατεί — ἀνατεὶ και ἀνατὶ επίρρ. (Α) [άνατος] επίρρ. χωρίς βλάβη, ατιμωρητί … Dictionary of Greek
ἄνατα — ἄνᾱτα , ἄνατος unharmed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνατε — ἄνᾱτε , ἄνατος unharmed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνατοι — ἄνᾱτοι , ἄνατος unharmed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)